- ἔμπαισμα
- ἔμπαισ-μα, ατος, τό,A embossed work, Eust.883.54 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έμπαισμα — το (Μ ἔμπαισμα) μετάλλινο κόσμημα προσαρμοσμένο με σφυρηλάτηση στην επιφάνεια μετάλλινου αγγείου … Dictionary of Greek
ἐμπαίσμασιν — ἔμπαισμα embossed work neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)